- πατριαρχώ
- πατριαρχῶ, -έω Μ [πατριάρχης]πατριαρχεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατριαρχεύω — ΝΜ, και πατριαρχῶ, έω, Μ [πατριάρχης] είμαι πατριάρχης ή εκτελώ τα καθήκοντα τού πατριάρχη, σε περίπτωση θανάτου, απουσίας ή κωλύματος … Dictionary of Greek